Šampon στα ελληνικά

Μετάφραση: šampon, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαμπουάν, το σαμπουάν, σαμπουάν που, λούσιμο
Šampon στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bova στα ελληνικά - σημαδούρα, σημαντήρα, πλωτήρα, σημαντήρας, Πλωτήρας
  • halapljiv στα ελληνικά - πτητικός, esurient
  • nacija στα ελληνικά - έθνος, έθνους, κράτους, χώρα, χώρας
  • otpada στα ελληνικά - σκουπίδια, απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, τα απόβλητα, Απορρίμματα
Τυχαίες λέξεις
Šampon στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαμπουάν, το σαμπουάν, σαμπουάν που, λούσιμο