Šikanirati στα ελληνικά

Μετάφραση: šikanirati, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρενοχλώ, κυνηγόσκυλο, λαγωνικό, κυνηγόσκυλου, κυνηγόσκυλων, hound
Šikanirati στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • funkcionirati στα ελληνικά - λειτουργία, λειτουργώ, δεξίωση, εργασία, έργο, δουλειά, εργασίας, ...
  • nastavljanje στα ελληνικά - συνέχεια, συνέχιση, συνέχισης, διατήρηση, τη συνέχιση
  • nevjeran στα ελληνικά - επίβουλος, άπιστος, άπιστοι, άπιστη, άπιστο, άπιστους
  • opravdan στα ελληνικά - ισχύων, δικαιολογείται, δικαιολογημένη, δικαιολογημένες, αιτιολογημένες, δικαιολογημένο
Τυχαίες λέξεις
Šikanirati στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρενοχλώ, κυνηγόσκυλο, λαγωνικό, κυνηγόσκυλου, κυνηγόσκυλων, hound