Štedljivost στα ελληνικά

Μετάφραση: štedljivost, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιτότητα, σωφροσύνη, λιτότης, thrift, λιτότητας, φειδώ
Štedljivost στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beznačajan στα ελληνικά - μικροπρεπής, ξιπασμένος, ασήμαντος, αμελητέος, εγωκεντρικός, λεπτό, μάταιος, ...
  • gladovanje στα ελληνικά - πείνα, ασιτία, λιμοκτονία, την πείνα, λιμό
  • izdržavanje στα ελληνικά - απασχόληση, συντήρηση, συντήρησης, διατήρηση, τη συντήρηση, διατροφής
  • neispravno στα ελληνικά - ανάπηρος, εσφαλμένα, λανθασμένα, ανακριβώς, σωστά, εσφαλμένη
Τυχαίες λέξεις
Štedljivost στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιτότητα, σωφροσύνη, λιτότης, thrift, λιτότητας, φειδώ