Aktivirati στα ελληνικά

Μετάφραση: aktivirati, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτρέπω, ενεργοποιώ, ενεργοποιήσετε, ενεργοποιούν, ενεργοποιήσει, ενεργοποιήσεις το, να ενεργοποιήσεις
Aktivirati στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aktivan στα ελληνικά - μένω, ζωντανός, ενεργός, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
  • aktiviranje στα ελληνικά - ενεργοποίηση, δραστηριοποίηση, ενεργοποίησης, την ενεργοποίηση, ενεργοποιήσεως
  • aktivist στα ελληνικά - ακτιβιστής, Ακτιβίστρια, Ο ακτιβιστής, ακτιβιστή, Ακτιβιστών
  • aktivista στα ελληνικά - ακτιβιστής, ακτιβιστή, ακτιβίστρια, ακτιβιστών, ενεργό
Τυχαίες λέξεις
Aktivirati στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτρέπω, ενεργοποιώ, ενεργοποιήσετε, ενεργοποιούν, ενεργοποιήσει, ενεργοποιήσεις το, να ενεργοποιήσεις