Bod στα ελληνικά
Μετάφραση: bod, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δείχνω, επισημαίνω, στίγμα, αιχμή, σημείο, σημείου, στοιχείο, το σημείο
Μεταφράσεις
- boca στα ελληνικά - εμφιαλώνω, φλάσκα, παγούρι, μπουκάλι, φιάλη, φιάλης, φιαλών, ...
- bockati στα ελληνικά - μαζεύω, συλλέγω, κασμάς, σουβλί, πούτσος, φαλλός, αγκύλωμα, ...
- bodar στα ελληνικά - ρωμαλέος, δυνατός, ζωντανός, φελώδης, τον Kόρκι
- bodež στα ελληνικά - μαχαίρι, στιλέτο, εγχειρίδιο, σταυρό, με σταυρό
Τυχαίες λέξεις
Bod στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δείχνω, επισημαίνω, στίγμα, αιχμή, σημείο, σημείου, στοιχείο, το σημείο
Μεταφράσεις: δείχνω, επισημαίνω, στίγμα, αιχμή, σημείο, σημείου, στοιχείο, το σημείο