Dojke στα ελληνικά

Μετάφραση: dojke, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στήθος, μαστού, του μαστού, στήθους, μητρικό
Dojke στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dojenče στα ελληνικά - μωρό, μωρού, το μωρό, μωρών, του μωρού
  • dojka στα ελληνικά - στήθος, μαστού, του μαστού, στήθους, μητρικό
  • dok στα ελληνικά - ώσπου, όταν, ταμείο, αποβάθρα, μέχρι, ενώ, για, ...
  • dokaz στα ελληνικά - υπεράσπιση, στοιχεία, λογομαχία, αποδείξεις, μαρτυρία, διαφωνία, έκκληση, ...
Τυχαίες λέξεις
Dojke στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στήθος, μαστού, του μαστού, στήθους, μητρικό