Isključiv στα ελληνικά
Μετάφραση: isključiv, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, πέλμα, γλώσσα, αποκλειστική, αποκλειστικό, αποκλειστικά, αποκλειστικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- isključenje στα ελληνικά - απέλαση, αποβολή, αποκλεισμός, απαλλαγή, αποκλεισμού, αποκλεισμό, εξαίρεση, ...
- isključiti στα ελληνικά - απελαύνω, κοντά, αποπνιχτικός, κολλητός, απομονώνω, έξοδος, πνιγηρός, ...
- isključiva στα ελληνικά - αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, αποκλειστική, αποκλειστικό, αποκλειστικά, αποκλειστικής
- isključivanje στα ελληνικά - αποκλείω, μακριά από, από, εκτός, off, μακριά
Τυχαίες λέξεις
Isključiv στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, πέλμα, γλώσσα, αποκλειστική, αποκλειστικό, αποκλειστικά, αποκλειστικής
Μεταφράσεις: αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, πέλμα, γλώσσα, αποκλειστική, αποκλειστικό, αποκλειστικά, αποκλειστικής