Iskonske στα ελληνικά
Μετάφραση: iskonske, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προϊστορικός, αρχέγονος, πρωταρχικός, πρωτογενής, αρχέγονη, αρχέγονο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- isključivost στα ελληνικά - αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας, την αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας που, η αποκλειστικότητα
- isključno στα ελληνικά - αποκλειστικά, αποκλειστικώς, μόνο, αποκλειστικά και μόνο, αποκλειστική
- iskonski στα ελληνικά - ματαιώνω, αποβάλλω, παρθένα, παρθένες, ολοκαίνουριο, άριστη, τα παρθένα
- iskop στα ελληνικά - ανασκαφή, εκσκαφή, εκσκαφής, ανασκαφής, ανασκαφών
Τυχαίες λέξεις
Iskonske στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προϊστορικός, αρχέγονος, πρωταρχικός, πρωτογενής, αρχέγονη, αρχέγονο
Μεταφράσεις: προϊστορικός, αρχέγονος, πρωταρχικός, πρωτογενής, αρχέγονη, αρχέγονο