Λέξη: ευυπόληπτος

Σχετικές λέξεις: ευυπόληπτος

ευυπόληπτος ορισμος, ευυπόληπτος πολιτης, ευυπόληπτος πολιτης movie, ευυπόληπτος συνωνυμα, ευυπόληπτος βικιλεξικο, ευυπόληπτος ετυμολογια, ευυπόληπτος λεξικο, ευυπόληπτος συνώνυμο

Συνώνυμα: ευυπόληπτος

αξιοσέβαστος, σεβαστός, έντιμος

Μεταφράσεις: ευυπόληπτος

ευυπόληπτος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reputable, respectable, a reputable

ευυπόληπτος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
honroso, acreditado, buena reputación, reputación, de buena reputación, renombre

ευυπόληπτος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
seriös, seriösen, renommierten, seriöse, namhaften

ευυπόληπτος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
honorable, estimé, glorieux, bonne réputation, réputation, de bonne réputation, réputé

ευυπόληπτος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rispettabile, reputazione, stimabile, affidabile, buona reputazione

ευυπόληπτος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
respeitável, reputação, boa reputação, respeitáveis, reputada

ευυπόληπτος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
achtenswaardig, gerenommeerde, gerenommeerd, betrouwbare, achtenswaardige

ευυπόληπτος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
почтенный, уважаемый, авторитетных, репутацией, авторитетной, авторитетными

ευυπόληπτος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hederlig, anerkjente, anerkjent, pålitelig, aner

ευυπόληπτος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ansedda, ansedd, välrenommerade, välrenommerat, seriös

ευυπόληπτος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kunniallinen, hyvämaineinen, hyvämaineisille, hyvämaineiset, hyvämaineisia, arvostettujen

ευυπόληπτος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hæderlige, velrenommerede, velrenommeret, velanset, anerkendt

ευυπόληπτος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vážený, slavný, ctěný, seriózní, renomované, uznávaný, uznávaným, renomovaný

ευυπόληπτος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaszczytny, poważny, renomowany, szanowany, renomowanych, renomowanej, renomowane

ευυπόληπτος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jó hírű, neves, megbízható, elismert, hírű

ευυπόληπτος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saygın, saygın bir, itibarlı, tanınmış, ünlü

ευυπόληπτος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шановний, шанований, шанована, поважний, поважаний

ευυπόληπτος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i respektuar, reputacion, me reputacion, respektuar, e njohur

ευυπόληπτος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
почтен, уважавани, реномиран, добра репутация, уважаван

ευυπόληπτος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паважаны, шаноўны, уважаемый, шануецца, які шануецца

ευυπόληπτος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mainekas, lugupeetud, mainega, hea mainega, tuntud

ευυπόληπτος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otkupnina, poštovan, uvažen, renomirani, ugledna, uglednog

ευυπόληπτος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
virtur, virta

ευυπόληπτος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
garbingas, gerbiamų, reputacijos, geros reputacijos, patikimų

ευυπόληπτος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cienījams, cienījama, cienījamu, reputāciju, cienījamiem

ευυπόληπτος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
реномирани, реномирана, угледни, репутација, реномираните

ευυπόληπτος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
respectabil, reputație, de renume, reputate, cu reputație

ευυπόληπτος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ugledna, ugledne, uglednih, ugleden, ugledno

ευυπόληπτος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
uznávaný, renomovaný, vážený, seriózne, seriózny, seriózna, serióznu, serióznej
Τυχαίες λέξεις