Krut στα ελληνικά
Μετάφραση: krut, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δύσκολος, σκληροτράχηλος, σκληρός, δύσκαμπτος, άκαμπτος, άκαμπτο, δύσκαμπτο
Μεταφράσεις
- krunjenje στα ελληνικά - στέψη, Coronation, τη στέψη, Η Coronation, Στέψης
- krupan στα ελληνικά - γεροδεμένος, εύσωμος, ανθεκτικός, γερός, ρωμαλέος, ογκώδης, τεράστιος, ...
- kruti στα ελληνικά - άκαμπτος, άκαμπτο, άκαμπτη, άκαμπτα, άκαμπτου
- krutost στα ελληνικά - ψυχρότητα, δυσκαμψία, ακαμψία, ακαμψίας, την ακαμψία, δυσκαμψίας
Τυχαίες λέξεις
Krut στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δύσκολος, σκληροτράχηλος, σκληρός, δύσκαμπτος, άκαμπτος, άκαμπτο, δύσκαμπτο
Μεταφράσεις: δύσκολος, σκληροτράχηλος, σκληρός, δύσκαμπτος, άκαμπτος, άκαμπτο, δύσκαμπτο