Nove στα ελληνικά
Μετάφραση: nove, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νέος, καινούριος, νέα, νέο, νέων, νέες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- novačenje στα ελληνικά - στρατολογία, στρατολόγηση, πρόσληψη, πρόσληψης, προσλήψεων, προσλήψεις
- novca στα ελληνικά - λεφτά, χρήματα, χρήμα, χρημάτων, τα χρήματα, χρήματος
- novela στα ελληνικά - καινοφανής, μυθιστόρημα, νουβέλα, Novella, νουβέλας, Novella της, Novella της Φλωρεντίας
- novi στα ελληνικά - καινούριος, νέος, νέα, νέο, νέων, νέες
Τυχαίες λέξεις
Nove στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νέος, καινούριος, νέα, νέο, νέων, νέες
Μεταφράσεις: νέος, καινούριος, νέα, νέο, νέων, νέες