Određivati στα ελληνικά
Μετάφραση: određivati, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσδιορίζω, αποφασίζω, μεταχειρίζομαι, υπολογίζω, θεραπεύω, καθορίζω, κερνώ, κέρασμα, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- određenje στα ελληνικά - ορισμός, πορτρέτο, προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
- određivanje στα ελληνικά - υπολογίζω, απονομή, απαλλαγή, προσδιορίζω, αποφασίζω, ανάθεση, σφετερισμός, ...
- određuje στα ελληνικά - προσδιορίζω, καθορίζω, αποφασίζω, υπολογίζω, καθορίζεται, προσδιορίζεται, καθοριστεί, ...
- odricanje στα ελληνικά - κανένας, εγκατάλειψη, όχι, άρνηση, αποποίηση ευθυνών, αποποίηση ευθύνης, αποκήρυξη, ...
Τυχαίες λέξεις
Određivati στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσδιορίζω, αποφασίζω, μεταχειρίζομαι, υπολογίζω, θεραπεύω, καθορίζω, κερνώ, κέρασμα, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Μεταφράσεις: προσδιορίζω, αποφασίζω, μεταχειρίζομαι, υπολογίζω, θεραπεύω, καθορίζω, κερνώ, κέρασμα, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί