Odugovlačiti στα ελληνικά

Μετάφραση: odugovlačiti, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακωλύω, διαμένω, κωλυσιεργώ, χρονοτριβώ, αναβάλλω, χρονοτριβούν, χρονοτριβεί, αργοπορώ, χρονοτριβήσετε
Odugovlačiti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • odudarati στα ελληνικά - αντίθεση, συγκρίνω, αντιπαραθέτω
  • odugovlačenje στα ελληνικά - καθυστέρηση, αναβολή, αναβλητικότητα, την αναβλητικότητα, αναβλητικότητας, η αναβλητικότητα
  • oduprijeti στα ελληνικά - πρόσωπο, κύρος, αντιμετωπίζω, αντικρίζω, αντισταθεί, αντισταθούν, αντιστέκονται, ...
  • odurno στα ελληνικά - αηδιαστικός, αηδιαστικό, αηδιαστική, αηδιαστικές, αηδιαστικά
Τυχαίες λέξεις
Odugovlačiti στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακωλύω, διαμένω, κωλυσιεργώ, χρονοτριβώ, αναβάλλω, χρονοτριβούν, χρονοτριβεί, αργοπορώ, χρονοτριβήσετε