Onesposobljenost στα ελληνικά
Μετάφραση: onesposobljenost, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανικανότητα, αναπηρία, αναπηρίας, ανικανότητας, αδρανοποίηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- oneraspoložiti στα ελληνικά - καθιστώ αδιάθετων, καθιστώ ανίκανο, καθιστώ απρόθυμο
- onesposobiti στα ελληνικά - απενεργοποιώ, αχρηστεύω, απενεργοποιήσετε, απενεργοποίηση, απενεργοποιήστε, να απενεργοποιήσετε, απενεργοποιήσετε την
- onesvijestiti στα ελληνικά - αμυδρός, συντρίβω, λιποθυμώ, ζαλίζω, λιποθυμία, λιποθυμίας, εξασθενημένο, ...
- onečišćenja στα ελληνικά - ρύπανση, ρύπανσης, της ρύπανσης, τη ρύπανση, μόλυνση
Τυχαίες λέξεις
Onesposobljenost στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανικανότητα, αναπηρία, αναπηρίας, ανικανότητας, αδρανοποίηση
Μεταφράσεις: ανικανότητα, αναπηρία, αναπηρίας, ανικανότητας, αδρανοποίηση