Penjanje στα ελληνικά
Μετάφραση: penjanje, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, ορειβασία, ανάβαση, αναρρίχηση, αναρρίχησης, την αναρρίχηση, αναρριχητικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alatka στα ελληνικά - εργαλείο, εργαλείου, μέσο, το εργαλείο, εργαλείο για
- dijeljenim στα ελληνικά - κοινός, μοιρασμένος, κοινόχρηστη, κοινόχρηστο, κοινές, από κοινού, κοινή
- građanstvo στα ελληνικά - ιθαγένεια, υπηκοότητα, την ιθαγένεια, ιδιότητας του πολίτη, ιδιότητα του πολίτη
- mp στα ελληνικά - ίδιος, MP, σ.τ., σ.τ, σημείο τήξεως
Τυχαίες λέξεις
Penjanje στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, ορειβασία, ανάβαση, αναρρίχηση, αναρρίχησης, την αναρρίχηση, αναρριχητικό
Μεταφράσεις: σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, ορειβασία, ανάβαση, αναρρίχηση, αναρρίχησης, την αναρρίχηση, αναρριχητικό