Podmićivati στα ελληνικά
Μετάφραση: podmićivati, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραποιώ, αλλοιώνω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- domaćinstvo στα ελληνικά - οικιακός, οικογένεια, σπίτι, σπιτικό, νοικοκυριό, οικιακών, νοικοκυριού, ...
- dvadesetog στα ελληνικά - εικοστός, εικοστή, εικοστού, εικοστό, του εικοστού
- efikasan στα ελληνικά - αποδοτικός, αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποδοτικό, αποτελεσματικό
- generator στα ελληνικά - εποχή, γεννήτρια, ηλικία, βοηθητικός, δημιουργό, Δημιουργός, γεννήτριας, ...
Τυχαίες λέξεις
Podmićivati στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραποιώ, αλλοιώνω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα
Μεταφράσεις: παραποιώ, αλλοιώνω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα