Επιτήδευση στα αγγλικά

Μετάφραση: επιτήδευση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
affectation, sophistication, priggery, mannerism, primness
Επιτήδευση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: επιτήδευση

priggery
  • επιτήδευση
primness
  • σεμνοτυφία
  • κομψότης
  • κομψότητα
  • επιτήδευση
mannerism
  • νάζι
  • ιδιομορφία
  • επιτήδευση
prissiness
  • επιτήδευση
affectation
  • επιτήδευση
  • νάζια
priggishness
  • πουριτανισμός
  • οίηση
  • επιτήδευση
sophistication
  • επιτήδευση
  • πείρα του κόσμου
  • πονήρευση

Σχετικές λέξεις: επιτήδευση

επιτήδευση συνώνυμο, επιτήδευση ορισμος, επιτήδευση λεξικό γλώσσας αγγλικά, επιτήδευση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • επιτήδειος στα αγγλικά - skilful, adept, dexterous, deft, slicker, skillful, shrewd
  • επιτήδευμα στα αγγλικά - vocation, trade, a trade
  • επιτήρηση στα αγγλικά - supervision, surveillance, custody, monitoring, surveillance of
  • επιτίθεμαι στα αγγλικά - attack, assault, lash out, aggress, assail, beset
Τυχαίες λέξεις
Επιτήδευση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: affectation, sophistication, priggery, mannerism, primness