Posjedovati στα ελληνικά

Μετάφραση: posjedovati, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
της], κατέχω, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Posjedovati στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bura στα ελληνικά - τρικυμία, Μπόρα, Bora, βορα, βόρα-, βόρα
  • dereglija στα ελληνικά - μαούνα, φορτηγίδα, φορτηγίδας, φορτηγίδες, φορτηγίδος, φορτηγίδων
  • duplicirati στα ελληνικά - διπλότυπο, αντίγραφο, εις διπλούν, διπλούν, επαναλάβει
  • naranča στα ελληνικά - πορτοκάλι, πορτοκαλί, πορτοκαλιού, πορτοκαλιές, πορτοκαλί χρώμα
Τυχαίες λέξεις
Posjedovati στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: της], κατέχω, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική