Κατέχω στα κροατικά

Μετάφραση: κατέχω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
priznati, osobni, vlastiti, prinuditi, posjedovati, posjedovali, držati, zadržati, držite, zadržite, održati
Κατέχω στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατέχω

κατέχω conjugation, κατέχω μεταφραση, κατέχω συνώνυμο, κατέχω wiktionary, κατέχω το, κατέχω λεξικό γλώσσας κροατικά, κατέχω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • κατάφορτος στα κροατικά - ispunjen, bremenit, pun, bremeniti, opterećena, praćeno
  • κατάχρηση στα κροατικά - bogat, obilan, izdašan, zlostavljanje, zlostavljanja, zlouporaba, zloupotreba, ...
  • κατήγορος στα κροατικά - gonjenje, tužba, progon, progona, optužba, vođenje, tužilac, ...
  • κατήφεια στα κροατικά - potištenost, tuga, sjetu, melankolija, sumornost, tama, tmina, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατέχω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: priznati, osobni, vlastiti, prinuditi, posjedovati, posjedovali, držati, zadržati, držite, zadržite, održati