Slikarstvo στα ελληνικά

Μετάφραση: slikarstvo, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχέγονος, πρωτόγονος, ζωγραφική, ζωγραφικής, τη ζωγραφική, βαφής, βαφή
Slikarstvo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kulminacija στα ελληνικά - αποκορύφωμα, κορύφωση, κατάληξη, επιστέγασμα, αποκορύφωση
  • letonac στα ελληνικά - αφήνω, ενοικιάζομαι, Lett, Ιβίί
  • njena στα ελληνικά - αυτήν, αυτή, της, την, αυτής
  • orasi στα ελληνικά - καρύδι, καρύδια, τα καρύδια, καρυδιών, ξύλα καρυδιάς, κοινά καρύδια
Τυχαίες λέξεις
Slikarstvo στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχέγονος, πρωτόγονος, ζωγραφική, ζωγραφικής, τη ζωγραφική, βαφής, βαφή