Λέξη: πάτωμα

Σχετικές λέξεις: πάτωμα

πάτωμα laminate τιμές, πάτωμα laminate, πάτωμα laminate κόστος, πάτωμα παζλ, πάτωμα εξωτερικού χώρου, πάτωμα - σταμάτης κραουνάκης, πάτωμα pvc, πάτωμα εξωτερικού χώρου-deck, πάτωμα laminate τιμή, πάτωμα τσανακλίδου

Συνώνυμα: πάτωμα

όροφος, δάπεδο, ιστορία, διήγημα, παραμύθι

Μεταφράσεις: πάτωμα

πάτωμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
floor, the floor, floors

πάτωμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
piso, planta, suelo, baja, piso de

πάτωμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
etage, stockwerk, fußboden, boden, schiffsboden, schockieren, stock, Fußboden, Boden, Etage, Stock, Stockwerk

πάτωμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
terroir, fonds, terre, fond, parquet, étage, pays, plancher, sol, chaussée

πάτωμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
piano, pavimento, suolo, terra, pavimento in, fondo

πάτωμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assoalho, banhar, andar, inundar, pavimento, inundação, soalho, piso, chão

πάτωμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
étage, verdieping, vloer, etage, grond, de vloer

πάτωμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
настил, рига, ярус, пол, этаж, перекрытие, этаже, пола, от пола

πάτωμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
golv, gulv, etasje, gulvet, femmeteren, etasjen

πάτωμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
våning, golv, våningen, golvet

πάτωμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lattia, kerros, tyrmistyttää, ällistyttää, kerroksessa, maalipotkun, lattian

πάτωμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
etage, gulv, sal, gulvet, ordet

πάτωμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
poschodí, patro, dno, zem, podlaha, země, podlaží, podlahy, podlahové

πάτωμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
parter, ziemia, posadzka, podłoga, piętro, piętrzenie, dno, klepisko, podłogowy, piętrze, podłogi

πάτωμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ülésterem, padló, tengerfenék, emelet, emeleten, emeleti, padlón

πάτωμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yer, kat, zemin, katta, taban

πάτωμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нитковидний, підлога, поверх, ий поверх

πάτωμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kat, dysheme, kati, kati i, katin e

πάτωμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
етаж, пода, под, подово, етаж от

πάτωμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падлога, паверх, этаж

πάτωμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põrand, alampiir, istungisaal, korrus, korrusel, põranda, sõna

πάτωμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
katu, sprat, pod, kat, strop, podu, poda, podno

πάτωμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hæð, gólf, gólfið, gólfi, gólfinu

πάτωμα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
solum

πάτωμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aukštas, grindys, grindų, aukšte, Floor

πάτωμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grīda, stāvs, grīdas, grīdas segums, stāvā

πάτωμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кат, подот, спрат, подни, под

πάτωμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
etaj, podea, pardoseală, pardoseală de, de gresie

πάτωμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pod, tla, dno, nadstropje, nadstropju, talna, talno

πάτωμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dno, dlážka, patrí, podlaha, podlaží, poschodí, poschodie, podlažia, podlažie, poschodia

Στατιστικά δημοτικότητας: πάτωμα

Τυχαίες λέξεις