Sniježiti στα ελληνικά
Μετάφραση: sniježiti, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χιόνι, χιονίζω, χιονιού, το χιόνι, χιόνια, του χιονιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- autoprijevoznik στα ελληνικά - φορέας, σύρων, Hauler, τραβών, οχήματος μεταφοράς βαρέως τύπου, ΦΟΡΤΗΓΟ
- gorenje στα ελληνικά - καύση, καύσης, κάψιμο, την καύση, καψίματος
- korovi στα ελληνικά - ζιζάνια, ζιζανίων, τα ζιζάνια, των ζιζανίων, αγριόχορτα
- nemoć στα ελληνικά - ανικανότητα, αναπηρία, αδυναμία, αδυναμίας, αδυναμίες, την αδυναμία, η αδυναμία
Τυχαίες λέξεις
Sniježiti στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χιόνι, χιονίζω, χιονιού, το χιόνι, χιόνια, του χιονιού
Μεταφράσεις: χιόνι, χιονίζω, χιονιού, το χιόνι, χιόνια, του χιονιού