Sposobnosti στα ελληνικά
Μετάφραση: sposobnosti, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξία, ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- denaturirati στα ελληνικά - μετουσίωση, μετουσιώσει, μετουσιώνει, μετουσιώνουν, να μετουσιώσει
- mrežu στα ελληνικά - δίκτυο, δικτύου, του δικτύου, δικτύων, το δίκτυο
- odsjeći στα ελληνικά - ξεκόβω, πόρπη, συνδετήρας, κουρεύω, ακρωτηριάζω, ψαλιδίζω, αποκόπτω, ...
- optužnica στα ελληνικά - αιτιατική, κατηγορητήριο, κατηγορητηρίου, απαγγελία κατηγορίας, μήνυση, δίωξη
Τυχαίες λέξεις
Sposobnosti στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξία, ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
Μεταφράσεις: αξία, ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά