Stanovati στα ελληνικά

Μετάφραση: stanovati, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφηνώνω, κατοικώ, καταλύω, μένω, δωμάτιο, ζωντανός, χώρος, διαμένω, ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει
Stanovati στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • krađa στα ελληνικά - διάρρηξη, κλοπή, ληστεία, κλέβω, τσιμπώ, βουτώ, κλοπής, ...
  • kvrgast στα ελληνικά - δυσεπίλυτος, ροζιάρικός, οζώδης, οζώδη
  • neobičan στα ελληνικά - ραμί, αδερφή, εκκεντρικός, αλλόκοτος, ρούμι, μονός, απίθανος, ...
  • opservatorij στα ελληνικά - παρατηρητήριο, αστεροσκοπείο, Παρατηρητήριο, Παρατηρητηρίου, Παρατηρητήριο του, του Παρατηρητηρίου
Τυχαίες λέξεις
Stanovati στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφηνώνω, κατοικώ, καταλύω, μένω, δωμάτιο, ζωντανός, χώρος, διαμένω, ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει