Trun στα ελληνικά

Μετάφραση: trun, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόριο, σωματίδιο, μικρό μόριο, Mote
Trun στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • jalov στα ελληνικά - στείρος, άκαρπος, άγονος, άγονο, άγονη, άγονες, στείρα
  • memorandum στα ελληνικά - σημείωμα, υπόμνημα, ΕΚΘΕΣΗ, μνημόνιο, μνημονίου
  • monizam στα ελληνικά - μονοουσίο, μονισμό, μονισμού, μονισμός, ο μονισμός
  • novije στα ελληνικά - πρόσφατος, πρόσφατη, πρόσφατες, τα τελευταία, πρόσφατο
Τυχαίες λέξεις
Trun στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόριο, σωματίδιο, μικρό μόριο, Mote