Uložiti στα ελληνικά
Μετάφραση: uložiti, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπήγω, ενσωματώνω, επενδύω, περιζώνω, συνεισφέρω, διορίζομαι, εξουσιοδοτούμαι, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, να επενδύσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- džep στα ελληνικά - τσέπη, τσέπης, θύλακα, την τσέπη, θήκη
- neponištiv στα ελληνικά - αμετάκλητος, αμετάτρεπτος, μη αναστρέψιμη, αμετάκλητη, μη αναστρέψιμες, αμετάκλητες, μη αναστρέψιμο
- njezin στα ελληνικά - αυτήν, τελευταίος, της, αυτή, την, αυτής
- oficir στα ελληνικά - αξιωματικός, υπάλληλος, υπάλληλο, αξιωματικού, αξιωματικό
Τυχαίες λέξεις
Uložiti στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπήγω, ενσωματώνω, επενδύω, περιζώνω, συνεισφέρω, διορίζομαι, εξουσιοδοτούμαι, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, να επενδύσουν
Μεταφράσεις: μπήγω, ενσωματώνω, επενδύω, περιζώνω, συνεισφέρω, διορίζομαι, εξουσιοδοτούμαι, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, να επενδύσουν