Λέξη: συνεργασία

Σχετικές λέξεις: συνεργασία

συνεργασία δυμαίων πολιτών, συνεργασία 2011, συνεργασία αγγλικά, συνεργασία πολιτών για δημοκρατική μαχητική αυτοδιοίκηση, συνεργασία συνώνυμα, συνεργασία πολιτών, συνεργασία για την καλλιθέα, συνεργασία για το σέλινο, συνεργασία για την καλαμαριά, συνεργασία σχολείων

Συνώνυμα: συνεργασία

αλληλεπίδραση, συνεργία, συμβολή, συνεισφορά, εισφορά, άρθρο, σύμπραξη

Μεταφράσεις: συνεργασία

συνεργασία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cooperation, partnership, collaboration, co

συνεργασία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
colaboración, cooperación, sociedad, asociación, la cooperación, de cooperación, una cooperación

συνεργασία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mithilfe, kollaboration, mitarbeit, zusammenarbeit, kooperation, personengesellschaft, partnerschaft, mitwirkung, Zusammenarbeit, Kooperation, Kooperations, die Zusammenarbeit

συνεργασία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
association, collaboration, support, coopération, société, consortium, partenariat, coparticipation, la coopération, une coopération, de coopération

συνεργασία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cooperazione, associazione, collaborazione, la cooperazione, di cooperazione, della cooperazione

συνεργασία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cooperação, a cooperação, colaboração, de cooperação, da cooperação

συνεργασία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
samenwerking, medewerking, de samenwerking

συνεργασία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
коллаборационизм, товарищество, сотрудничество, участие, кооперирование, взаимодействие, компания, общество, кооперация, сотрудничества, сотрудничестве, сотрудничеству, сотрудничество в

συνεργασία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kompaniskap, samarbeid, samarbeidet, samarbeids, samarbeide

συνεργασία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
samarbete, samarbetet, samarbets

συνεργασία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
osakkuus, kehitysyhteistyö, yhtiötoveruus, kumppanuus, yhteistyö, yhteistyötä, yhteistyön, yhteistyössä, yhteistyöstä

συνεργασία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
samarbejde, samarbejdet, et samarbejde

συνεργασία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spolupráce, kolaborace, společenství, kooperace, spoluúčast, družstvo, partnerství, společnost, konsorcium, spolupráci, spolupráce v, součinnost

συνεργασία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pomoc, partnerstwo, kolaboracja, współpraca, spółdzielczość, współudział, wspólnota, współdziałanie, spółka, kooperacja, współpracy, współpracę, o współpracy

συνεργασία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
együttműködés, együttműködési, együttműködést, együttműködésre, együttműködésben

συνεργασία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
işbirliği, işbirliğinin, işbirliğini, bir işbirliği, iş birliği

συνεργασία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
співпраця, партнерство, компанія, кооперування, співпрацю, участь, кооперація, співробітництво, співпраці

συνεργασία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bashkëpunimi, bashkëpunimi i, bashkëpunim, bashkëpunimit, bashkëpunimin

συνεργασία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
участие, сътрудничество, сътрудничеството, на сътрудничеството, сътрудничество в

συνεργασία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
супрацоўніцтва, супрацу

συνεργασία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koostöö, partnerlus, kooperatsioon, koostööd, koostöös, koostööle, koostööks

συνεργασία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
suradnje, suradnja, partnerstvu, suradnju, ortakluk, suradnji, saradnja

συνεργασία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samvinna, félag, samstarf, samvinnu, samstarfi, samstarfið

συνεργασία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bendradarbiavimas, bendradarbiavimo, bendradarbiavimą, bendradarbiauti, bendradarbiavimui

συνεργασία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sadarbība, sadarbību, sadarbības, sadarbībai, sadarbībā

συνεργασία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
соработка, соработката, за соработка, на соработката

συνεργασία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cooperare, cooperarea, cooperării, de cooperare, colaborare

συνεργασία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
partnerství, sodelovanje, sodelovanja, sodelovanju, sodelovanjem

συνεργασία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spolupráce, spolupráca, spoluprácu, spolupráci

Στατιστικά δημοτικότητας: συνεργασία

Τυχαίες λέξεις