Upraviti στα ελληνικά
Μετάφραση: upraviti, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εστία, απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- majstorski στα ελληνικά - δεσποτικός, αριστοτεχνική, δεσποτική, masterful, αριστουργηματικό
- obilježeno στα ελληνικά - επιλογή, σήμανση, επισημαίνονται, σημειώνονται, σημειώνεται, σηματοδότησε
- obrada στα ελληνικά - εκδίδω, επιμελούμαι, θεραπεία, μεταχείριση, αγωγή, θεραπείας, επεξεργασία
- očajanje στα ελληνικά - απόγνωση, απελπισία, απελπισίας, απόγνωσης, την απελπισία
Τυχαίες λέξεις
Upraviti στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εστία, απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης
Μεταφράσεις: εστία, απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης