Λέξη: ταυτίζω
Σχετικές λέξεις: ταυτίζω
ταυτίζω μετάφραση, ταυτίζω in english, ταυτίζω συνώνυμο, ταυτίζω αγγλικά
Μεταφράσεις: ταυτίζω
ταυτίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
identify, identical, coincides, equates, coincide, is identified
ταυτίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
identificar, idéntico, idéntica, idénticos, idénticas, iguales
ταυτίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
identifizieren, identisch, gleich, identische, identischen, gleiche
ταυτίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
reconnaître, identifions, identifiez, discerner, identifient, s'identifier, identifier, identique, identiques
ταυτίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
identificare, identico, identici, identica, identiche, uguali
ταυτίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
idêntico, identificar, idêntica, idênticos, idênticas, iguais
ταυτίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
identificeren, vereenzelvigen, identiek, gelijk, identieke, dezelfde, identiek zijn
ταυτίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
опознать, обозначать, устанавливать, солидаризироваться, именовать, определять, отождествить, отождествлять, опознавать, идентифицировать, идентичный, идентичны, идентичен, идентична, идентичными
ταυτίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
identifisere, identisk, identiske, samme, like, lik
ταυτίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
identifiera, identisk, identiska, identiskt, samma, är identiska
ταυτίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hahmottaa, todeta, tunnistaa, nimetä, identtinen, sama, samanlainen, samanlaisia, samat
ταυτίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
identiske, identisk, samme, ens, er identisk
ταυτίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
identifikovat, poznat, ztotožnit, rozpoznat, totožný, identický, shodný, stejný, totožné
ταυτίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
legitymować, utożsamiać, wskazać, zdeklarować, utożsamić, zidentyfikować, identyfikować, rozpoznawać, identyczny, identyczne, identyczna, same, takie same
ταυτίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
azonos, azonosak, megegyezik, megegyeznek, megegyező
ταυτίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aynı, özdeş, aynıdır, benzer, eşit
ταυτίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ідентичний
ταυτίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
identik, identike, njëjtë, të njëjta, të njëjtë
ταυτίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
идентичен, идентични, идентична, идентично, еднакви
ταυτίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ідэнтычны
ταυτίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
samastuma, identifitseerima, tuvastama, identne, identsed, identse, identsete, identset
ταυτίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ustanoviti, izjednačiti, odrediti, prepoznavanje, istovjetan, identičan, identična, identični, identične
ταυτίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eins, nákvæmlega eins, eins og, nákvæmlega, samhljóða
ταυτίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
identiškas, tapatus, identiški, identiškos, tapačios
ταυτίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
identisks, identiski, identiska, identiskas, vienādi
ταυτίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
идентични, идентична, идентично, се идентични, идентичен
ταυτίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
identifica, identic, identice, identică, identici, identica
ταυτίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
identični, enaka, identična, enaki, identičen
ταυτίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
totožný, rovnaký, zhodný, identický, ten istý