Uzimajući στα ελληνικά
Μετάφραση: uzimajući, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λήψη, πάρει, να πάρει, παίρνει, όλο, παίρνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- artiljerac στα ελληνικά - πυροβολητής, πυροβολικό
- beskoristan στα ελληνικά - ανωφελής, άχρηστος, άχρηστο, άχρηστα, άχρηστη, άχρηστες
- civil στα ελληνικά - πολίτης, πολιτικός, μη στρατιωτικών, άμαχου, μη στρατιωτικής
- javno στα ελληνικά - φωναχτά, ανοιχτά, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες
Τυχαίες λέξεις
Uzimajući στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λήψη, πάρει, να πάρει, παίρνει, όλο, παίρνουν
Μεταφράσεις: λήψη, πάρει, να πάρει, παίρνει, όλο, παίρνουν