Consectatio στα ελληνικά

Μετάφραση: consectatio, Λεξικό: λατινικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λατινικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασχολία, επίτευγμα, καταδίωξη
Consectatio στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • conor στα ελληνικά - αποτολμώ, απόπειρα, επιχειρώ, εκδικάζω, προσπαθώ, προσπάθεια, τολμώ, ...
  • conscientia στα ελληνικά - γνώσεις, συνείδηση, γνώση
  • consensio στα ελληνικά - συμφωνία
  • conservo στα ελληνικά - συντηρώ, διατηρώ
Τυχαίες λέξεις
Consectatio στα ελληνικά - Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασχολία, επίτευγμα, καταδίωξη