Impedio στα ελληνικά
Μετάφραση: impedio, Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λατινικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακωλύω, κωλυσιεργώ, προλαβαίνω, εμποδίζω, αποτρέπω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- immunis στα ελληνικά - αυτεξούσιος, απαλλάσσω, απαλλαγμένος, δωρεάν, τσάμπα
- impedimentum στα ελληνικά - εμπόδιο, δυσκολία, δυσχέρεια, παρακώλυση
- impensa στα ελληνικά - έξοδα
- imperator στα ελληνικά - αυτοκράτορας
Τυχαίες λέξεις
Impedio στα ελληνικά - Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακωλύω, κωλυσιεργώ, προλαβαίνω, εμποδίζω, αποτρέπω
Μεταφράσεις: παρακωλύω, κωλυσιεργώ, προλαβαίνω, εμποδίζω, αποτρέπω