Inopia στα ελληνικά
Μετάφραση: inopia, Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λατινικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπανιότητα, έλλειψη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- iniustus στα ελληνικά - άδικος
- inops στα ελληνικά - φτωχός, καημένος, πενιχρός, άπορος
- insania στα ελληνικά - τρέλα
Τυχαίες λέξεις
Inopia στα ελληνικά - Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπανιότητα, έλλειψη
Μεταφράσεις: σπανιότητα, έλλειψη