Λέξη: αντισταθμίζω

Σχετικές λέξεις: αντισταθμίζω

αντισταθμίζω ορισμός, αντισταθμίζω λεξικο, αντισταθμίζω προταση, αντισταθμίζω προτασεις, αντισταθμίζω σημασια, αντισταθμίζω συνώνυμο, αντισταθμίζω αγγλικά, αντισταθμίζω τι σημαινει

Συνώνυμα: αντισταθμίζω

ισορροπώ, εκτυπώνω με μέθοδο όφσετ, συμψηφίζω, ισοφαρίζω, ισοσταθμίζω

Μεταφράσεις: αντισταθμίζω

αντισταθμίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
compensate, poise, counterbalance, set off, set against

αντισταθμίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
indemnizar, compensar, abalanzar, recompensar, equilibrio, porte, serenidad, aplomo, poises

αντισταθμίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entschädigen, wiedergutmachen, kompensieren, korrigieren, Haltung, Gleichgewicht, Poise, Gelassenheit, Ausgeglichenheit

αντισταθμίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
compensez, désintéresser, aligner, compensent, affleurer, dédommager, égaliser, rémunérer, aplanir, compenser, compensons, rétribuer, acquitter, contrebalancer, équilibrer, récompenser, équilibre, poises, poise, calme

αντισταθμίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
livellare, compensare, risarcire, equilibrio, portamento, poise, compostezza, padronanza

αντισταθμίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
compensar, compense, equilíbrio, aprumo, poise, porte, postura

αντισταθμίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
compenseren, vergoeden, goedmaken, evenwicht, houding, poise, zelfvertrouwen, het evenwicht

αντισταθμίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
возмещать, вознаграждать, возместить, уравнивать, уравновешенность, равновесие, пуаз, самообладание

αντισταθμίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
likevekt, kroppsholdning, poise

αντισταθμίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kompensera, ersätta, poise, pois, balans, värdighet

αντισταθμίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kompensoida, korvata, hyvittää, itsevarmuus, ryhti, tasaisuus, asento, luontevuus

αντισταθμίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
belønne, poise, poise og, Ligevægt

αντισταθμίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odškodnit, vyvážit, kompenzovat, odměnit, vyrovnat, nahradit, viset, poise, postoj, držení těla, Pa.s

αντισταθμίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rekompensować, kompensować, równoważyć, wyrównywać, wynagradzać, zrekompensować, opanowanie, równowaga, postawa, puazów

αντισταθμίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyensúly, poise, nyugalom, Pas, egyensúlyba hoz

αντισταθμίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
duruş, denge, temkin, dengelilik, dik tutmak

αντισταθμίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відшкодовувати, компенсувати, винагороджувати, врівноваженість, урівноваженість, зрівноваженість

αντισταθμίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vetëpërmbajtje, ekuilibër, drejtpeshim, qëndrim, drejtpeshoj

αντισταθμίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
возещата, уравновесеност, спокойствие, самоувереност, уравновесявам, закрепвам

αντισταθμίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўраўнаважанасць, ураўнаважанасць, уравновешенного, стрыманасьць

αντισταθμίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
heastama, kompenseerima, tasuma, tasakaalukus, puaasi, rüht, poise, hõljumine

αντισταθμίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
naknaditi, kompenzirati, nadoknada, obeštetiti, staloženost, lebdjeti, pribranost, držati, ravnoteža

αντισταθμίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjálfstjórn

αντισταθμίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
savitvarda, šaltakraujiškumas, pusiausvyra, pakabti ore, išlaikyti pusiausvyrą

αντισταθμίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stāja, iznesība, līdzsvars, vērtēt, līdzsvarot

αντισταθμίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
спокојство, самоувереност, смиреност, такт, достоинствено држење

αντισταθμίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
calm, poise, echilibra, stabilitate, menține echilibru

αντισταθμίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poise, drže, drža, držo, Pa.s

αντισταθμίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
visieť
Τυχαίες λέξεις