Praecipue στα ελληνικά
Μετάφραση: praecipue, Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λατινικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδίως, ειδικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- potestas στα ελληνικά - αυθεντία, εξουσία, ικανότητα, δύναμη, κύρος
- praebeo στα ελληνικά - παρέχω, αφήνω, παροχή, προμήθεια, χορήγηση, επιτρέπω
- praecox στα ελληνικά - πρόωρος
Τυχαίες λέξεις
Praecipue στα ελληνικά - Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδίως, ειδικά
Μεταφράσεις: ιδίως, ειδικά