Sollicito στα ελληνικά

Μετάφραση: sollicito, Λεξικό: λατινικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λατινικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεσηκώνω, διεγείρω, παρακινώ
Sollicito στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • solium στα ελληνικά - θρόνος
  • sollers στα ελληνικά - έξυπνος
  • sollicitudo στα ελληνικά - προβληματισμός, ενδιαφέρον, έννοια, ανησυχία, ανησυχώ
  • solum στα ελληνικά - πάτωμα, έδαφος, προσαράσσω, γη, μόλις, εξοχή, μόνος, ...
Τυχαίες λέξεις
Sollicito στα ελληνικά - Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεσηκώνω, διεγείρω, παρακινώ