Λέξη: βράσιμο

Σχετικές λέξεις: βράσιμο

βράσιμο πατάτας, βράσιμο μακαρονιών, βράσιμο γαρίδας, βράσιμο στο στήθος, βράσιμο αυγου, βράσιμο αυγών, βράσιμο μπρόκολο, βράσιμο ρυζιού, βράσιμο μακαρόνια, βράσιμο αυγών πάσχα

Μεταφράσεις: βράσιμο

βράσιμο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
brew, cooking, boiling, boil, cook, stewing

βράσιμο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
infusión, cocina, cocción, cocinar, de cocción, de cocina

βράσιμο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gebräu, Kochen, Küche, Koch, Cooking, Garkochen

βράσιμο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brassons, brassent, brasserie, fermenter, infuser, brasser, brassez, cuisine, cuisson, la cuisine, la cuisson, cuisiner

βράσιμο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cucina, cottura, di cottura, cucinare, di cucina

βράσιμο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cozimento, cozinhar, culinária, cozedura, cozinhando

βράσιμο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
koken, het koken, cooking, keuken, keukenblok

βράσιμο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заварка, настояться, варка, отвар, напиток, варево, навар, варить, заварить, настаиваться, готовка, кулинария, приготовления, пищи, приготовления пищи

βράσιμο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
matlaging, cooking, mat, koke, matlagingen

βράσιμο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
matlagning, tillagnings, tillagning, laga mat, tillagningen

βράσιμο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
panna, ruoanlaitto, cooking, ruoanlaittoon, ruoka

βράσιμο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
madlavning, tilberedning, kogning, tilberedningen, lave mad

βράσιμο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pivovar, vařit, vaření, kuchyně, pečení, varná, varné

βράσιμο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
browar, piwo, warzyć, parzyć, napar, gotowanie, kuchnia, gotowania, do gotowania, cooking

βράσιμο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
főzés, főzési, főzéshez, sütési, sütés

βράσιμο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yemek pişirme, pişirme, yemek, cooking, mutfak

βράσιμο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
готувати, вариво, варити, заварка, варіння, готовка, приготування, готування

βράσιμο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gatim, gatimi, gatimit, gatim në, gatimin

βράσιμο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
готварски, готвене, за готвене, готвенето, приготвяне

βράσιμο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гатаванне, ка, готовка

βράσιμο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laar, keedus, cooking, toiduvalmistamis, toiduvalmistamise, toiduvalmistamiseks, keetmine

βράσιμο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zakuhati, kuhanje, kuhanja, za kuhanje, kuhati, cooking

βράσιμο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brugga, elda, Matreiðsla, matreiðslu, matargerð, að elda

βράσιμο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
virimas, virimo, Maisto gaminimas, kepimo, maisto ruošimo

βράσιμο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cooking, vārīšanas, ēdiena gatavošana, gatavošanas, vārīšanai

βράσιμο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
готвење, за готвење, готвењето, на готвење

βράσιμο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gătire, gătit, de gătit, gatit, de gatit

βράσιμο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kuhanje, kuhanja, cooking, kulinarika, jedilna

βράσιμο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
varenie, varenia, varení, platní

Στατιστικά δημοτικότητας: βράσιμο

Τυχαίες λέξεις