Solum στα ελληνικά
Μετάφραση: solum, Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λατινικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάτωμα, έδαφος, προσαράσσω, γη, μόλις, εξοχή, μόνος, δίκαιος, προσγειώνω, όροφος, μοναχός, μόνο, προσγειώνομαι, μαγαρίζω, πάτος, χώρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sollicito στα ελληνικά - ξεσηκώνω, διεγείρω, παρακινώ
- sollicitudo στα ελληνικά - προβληματισμός, ενδιαφέρον, έννοια, ανησυχία, ανησυχώ
- solus στα ελληνικά - γλώσσα, απόκοσμος, ασυντρόφευτος, μόνος, μοναχικός, πέλμα, μόνο, ...
- solutio στα ελληνικά - λύση, διάλυμα
Τυχαίες λέξεις
Solum στα ελληνικά - Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάτωμα, έδαφος, προσαράσσω, γη, μόλις, εξοχή, μόνος, δίκαιος, προσγειώνω, όροφος, μοναχός, μόνο, προσγειώνομαι, μαγαρίζω, πάτος, χώρα
Μεταφράσεις: πάτωμα, έδαφος, προσαράσσω, γη, μόλις, εξοχή, μόνος, δίκαιος, προσγειώνω, όροφος, μοναχός, μόνο, προσγειώνομαι, μαγαρίζω, πάτος, χώρα