Šoks στα ελληνικά

Μετάφραση: šoks, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σοκ, νάρκη, αδράνεια, κραδασμός, εμβροντησία, κατάπληξη, κρούση, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
Šoks στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • šoferis στα ελληνικά - οδηγός, σοφέρ, οδηγός φορτηγού, καρραγωγέας, φορτηγατζή, trucker, φορτηγού
  • šokolāde στα ελληνικά - σοκολάτα, σοκολάτας, τη σοκολάτα, της σοκολάτας, η σοκολάτα
  • šokēt στα ελληνικά - προσβάλλω, κρούση, συγκλονίζω, κραδασμός, οργή, προσβολή, σοκ, ...
  • šoneris στα ελληνικά - σκούνα, γαλέτα, γολέτα, schooner, σκούνας, γολέτας
Τυχαίες λέξεις
Šoks στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σοκ, νάρκη, αδράνεια, κραδασμός, εμβροντησία, κατάπληξη, κρούση, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock