Aizvērt στα ελληνικά
Μετάφραση: aizvērt, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοντά, αποπνιχτικός, πνιγηρός, κολλητός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aizvietotājs στα ελληνικά - αντικαταστάτης, αντικατάσταση, αναπληρώνω, υποκαθιστώ, αναπληρωματικός, υποκατάστατο, υποκατάστατα, ...
- aizvākt στα ελληνικά - παίρνω, μετακομίζω, αποσύρω, υπαναχωρώ., υπαναχωρώ, αφαίρεση, αφαιρέστε, ...
- aizvērties στα ελληνικά - κολλητός, αποπνιχτικός, πνιγηρός, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, ...
- aizvērts στα ελληνικά - κλειστό, κλειστός, κλείσει, κλειστά, κλειστή
Τυχαίες λέξεις
Aizvērt στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοντά, αποπνιχτικός, πνιγηρός, κολλητός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Μεταφράσεις: κοντά, αποπνιχτικός, πνιγηρός, κολλητός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής