Apmeklēt στα ελληνικά

Μετάφραση: apmeklēt, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισκέπτομαι, επίσκεψη, βλέπω, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη
Apmeklēt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aploksne στα ελληνικά - φάκελος, φάκελο, φακέλου, κονδύλιο, περίβλημα
  • apmeklējums στα ελληνικά - επίσκεψη, επισκέπτομαι, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη
  • apmeklētājs στα ελληνικά - επισκέπτης, επισκέπτη, επισκεπτών, επισκέπτες
  • apmetne στα ελληνικά - αποικία, παροικία, οικισμός, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό
Τυχαίες λέξεις
Apmeklēt στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισκέπτομαι, επίσκεψη, βλέπω, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη