Apstāties στα ελληνικά
Μετάφραση: apstāties, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apstrādāt στα ελληνικά - διαδικασία, κέρασμα, επεξεργάζομαι, μεταχειρίζομαι, θεραπεύω, κερνώ, κατεργάζομαι, ...
- apstāklis στα ελληνικά - περίσταση, γεγονός, περίπτωση, ελαφρυντική, κατάσταση
- apstāšanās στα ελληνικά - σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
- apsūdzēt στα ελληνικά - εγκαλώ, κατηγορώ, κατηγορούν, κατηγορήσει, κατηγορεί, κατηγορήσουν
Τυχαίες λέξεις
Apstāties στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Μεταφράσεις: σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει