Atklāt στα ελληνικά

Μετάφραση: atklāt, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανιχνεύω, πίνακας, ανακαλύπτω, τηρώ, ανεύρεση, παρατηρώ, εύρημα, βρίσκω, αποκαλύψει, αποκαλύπτουν, αποκαλύψουν, αποκαλύψετε, αποκαλύπτει
Atklāt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • atkausēt στα ελληνικά - ξεπαγώνω, λιώνω, διαλύω, τήξη, απόψυξης, απόψυξη, επανατήξης, ...
  • atklājums στα ελληνικά - ανακάλυψη, βρίσκω, ανεύρεση, εύρημα, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, ...
  • atklātne στα ελληνικά - κάρτα, καρτ ποστάλ, ταχυδρομική κάρτα, ευχετήριων κάρτων
  • atklāts στα ελληνικά - καθοδηγώ, σκηνοθετώ, ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ανοικτή, ανοικτό
Τυχαίες λέξεις
Atklāt στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανιχνεύω, πίνακας, ανακαλύπτω, τηρώ, ανεύρεση, παρατηρώ, εύρημα, βρίσκω, αποκαλύψει, αποκαλύπτουν, αποκαλύψουν, αποκαλύψετε, αποκαλύπτει