Līdzeklis στα ελληνικά

Μετάφραση: līdzeklis, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλατίζω, παστώνω, καπνίζω, θεραπεύω, επανορθώνω, αποκαθιστώ, μέσα, μέσο, μέσων, μέσου, τη βοήθεια
Līdzeklis στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • līdz στα ελληνικά - μέχρι, ώσπου, να, για, προς, σε, με
  • līdzdalībnieks στα ελληνικά - συνένοχος, συνεργός, συνεργό, συνεργού, συνένοχο
  • līdzekļi στα ελληνικά - βοήθεια, βοήθημα, βοηθός, επικουρία, βοηθώ, αρωγή, μέσα, ...
  • līdzens στα ελληνικά - στάθμη, πλάνη, επίπεδος, ροκάνι, διαμέρισμα, επίπεδο, λείος, ...
Τυχαίες λέξεις
Līdzeklis στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλατίζω, παστώνω, καπνίζω, θεραπεύω, επανορθώνω, αποκαθιστώ, μέσα, μέσο, μέσων, μέσου, τη βοήθεια