Līmēt στα ελληνικά

Μετάφραση: līmēt, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόλλα, κολλώ, κόλλας, της κόλλας, κόλλα που, με κόλλα
Līmēt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • līme στα ελληνικά - μαστίχα, κόλλα, κολλώ, κόλλας, της κόλλας, κόλλα που, με κόλλα
  • līmenis στα ελληνικά - βαθμός, επίπεδο, πτυχίο, βαθμολογώ, επιπέδου, το επίπεδο, επίπεδα
  • līt στα ελληνικά - βροχή, βροχής, τη βροχή, ψιλής βροχής, βροχές
  • līķis στα ελληνικά - πτώμα, άκαμπτος, αλύγιστος, λείψανα, ισχυρός, υπολείμματα, άργιλος, ...
Τυχαίες λέξεις
Līmēt στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόλλα, κολλώ, κόλλας, της κόλλας, κόλλα που, με κόλλα