Novēlojies στα ελληνικά
Μετάφραση: novēlojies, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αργός, αποθανών, αργά, όψιμος, βραδυκίνητος, βραδύς, καθυστερημένη, μη έγκαιρη, καθυστερημένα
Μεταφράσεις
- novietot στα ελληνικά - μέρος, θέση, πόζα, στρώνω, κοσμικός, τόπος, ξαπλώνω, ...
- novilcināšana στα ελληνικά - αμπάρι, περίμενε, αναβολή, περιμένω, κρατώ, καθυστέρηση, καθυστέρησης, ...
- novērotājs στα ελληνικά - παρατηρητής, παρατηρητή, παρατηρητών, του παρατηρητή
- novērošana στα ελληνικά - παρατηρητικότητα, παρακολούθηση, παρατήρηση, παρατήρησης, παρακολούθησης, την παρατήρηση
Τυχαίες λέξεις
Novēlojies στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αργός, αποθανών, αργά, όψιμος, βραδυκίνητος, βραδύς, καθυστερημένη, μη έγκαιρη, καθυστερημένα
Μεταφράσεις: αργός, αποθανών, αργά, όψιμος, βραδυκίνητος, βραδύς, καθυστερημένη, μη έγκαιρη, καθυστερημένα