Oma στα ελληνικά
Μετάφραση: oma, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κέφι, σκληραίνω, μετριάζω, χιούμορ, οργή, διάθεση, έγκλιση, διάθεσης, της διάθεσης, διάθεσή, τη διάθεση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- olbaltums στα ελληνικά - ασπράδι αυγού, λεύκωμα, αλβουμίνη, ασπράδι, ενδοσπέρμιο
- olnīca στα ελληνικά - ωάριο, ωοθήκη, ωοθηκών, ωοθήκης, ωοθήκες, των ωοθηκών
- omlete στα ελληνικά - ομελέτα, ομελέτας, ομελέτες, ομελετών
- omnibuss στα ελληνικά - προπονώ, πούλμαν, άμαξα, προπονητής, omnibus, συλλογικούς, μαθητών, ...
Τυχαίες λέξεις
Oma στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κέφι, σκληραίνω, μετριάζω, χιούμορ, οργή, διάθεση, έγκλιση, διάθεσης, της διάθεσης, διάθεσή, τη διάθεση
Μεταφράσεις: κέφι, σκληραίνω, μετριάζω, χιούμορ, οργή, διάθεση, έγκλιση, διάθεσης, της διάθεσης, διάθεσή, τη διάθεση