Pārtraukt στα ελληνικά
Μετάφραση: pārtraukt, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντεπίθεση, διάλειμμα, σπάζω, διάλλειμα, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pārstāvība στα ελληνικά - απεικόνιση, αντιπροσώπευση, αναπαράσταση, παράσταση, εκπροσώπηση, εκπροσώπησης
- pārsējs στα ελληνικά - επίδεσμος, μπάλωμα, επίδεσμο, επιδέσμου, επιδέσμου που
- pārtraukums στα ελληνικά - διακόπτω, αντεπίθεση, ανακωχή, σπάζω, ανακοπή, αναστολή, διάλειμμα, ...
- pārvaldīt στα ελληνικά - κανόνας, διέπω, βασιλεύω, κυβερνώ, ιθύνω, αποφασίζω, διαχειρίζονται, ...
Τυχαίες λέξεις
Pārtraukt στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντεπίθεση, διάλειμμα, σπάζω, διάλλειμα, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Μεταφράσεις: αντεπίθεση, διάλειμμα, σπάζω, διάλλειμα, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει