Pieņemt στα ελληνικά
Μετάφραση: pieņemt, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παίρνω, δέχομαι, έχε, παραδέχομαι, αποδέχομαι, έχω, δεχθεί, αποδεχθεί, δεχτεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pieķeršanās στα ελληνικά - άλγος, πόνος, καρδιά, στοργή, τρυφερότητα, αγάπη, την αγάπη, ...
- pieņemams στα ελληνικά - εφικτός, πιθανός, αποδεκτό, αποδεκτή, αποδεκτά, αποδεκτές, αποδεκτού
- pildīt στα ελληνικά - γεμίζω, εκπλήρωση, εκπληρώσει, πληρούν, εκπληρώσουν, εκπληρώσει τις
- pildīties στα ελληνικά - γεμίζω, να γεμίσει, να συμπληρωθεί, να συμπληρωθούν, να πληρωθεί, να γεμίσουν
Τυχαίες λέξεις
Pieņemt στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παίρνω, δέχομαι, έχε, παραδέχομαι, αποδέχομαι, έχω, δεχθεί, αποδεχθεί, δεχτεί
Μεταφράσεις: παίρνω, δέχομαι, έχε, παραδέχομαι, αποδέχομαι, έχω, δεχθεί, αποδεχθεί, δεχτεί