Piebūve στα ελληνικά

Μετάφραση: piebūve, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτερό, τρίποδας ζωγράφου, δουλείας, δουλεία, δουλείες
Piebūve στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pieaugušais στα ελληνικά - ενήλικος, ενήλικας, ενηλίκων, ενήλικα, των ενηλίκων
  • pieaugšana στα ελληνικά - αυξάνω, αύξηση, επικάθηση, προσαύξησης, πρόσφυση, συσσώρευσης, πρόσφυσης
  • piecdesmit στα ελληνικά - πενήντα, από πενήντα
  • pieci στα ελληνικά - πέντε, από πέντε, τα πέντε, των πέντε
Τυχαίες λέξεις
Piebūve στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτερό, τρίποδας ζωγράφου, δουλείας, δουλεία, δουλείες